- κατεφάλλομαι
- κατεφάλλομαι (Α)1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.)3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.